ασφαλιστήριος

ασφαλιστήριος
ος , ον см. ασφαλιστικός 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ασφαλιστήριος" в других словарях:

  • ασφαλιστήριος — ον και ος, α, ο αυτός μέσω του οποίου γίνεται η ασφάλιση, ο ασφαλιστικός («ασφαλιστήριο συμβόλαιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφαλιστής. Η λ. στον πληθ., ασφαλιστήρια, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • ασφαλιστήριος — α, ο αυτός με τον οποίο γίνεται η ασφάλιση: Πήρα αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»